- στερεομετρώ
- -έω, Α [στερεομετρία]μετρώ τα στερεά σώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερεομέτρηση — η, Ν [στερεομετρῶ] (φωτογραμμ.) στερεοσκοπική μέτρηση η οποία περιλαμβάνει κάθε είδους μετρήσεις σε ζεύγος στερεοφωτογραφιών … Dictionary of Greek